AOZ: Οι ελληνικές επιλογές, οι τουρκικές ανησυχίες και απειλές..
Οι επιλογές της κυβέρνησης για την ΑΟΖ
Καθώς
πλησιάζει η 5η Μαρτίου (ημερομηνία συνεδρίασης του Ελληνοτουρκικού
Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας), τα δημοσιεύματα, τα σχόλια και οι
αναλύσεις σχετικά με την ελληνική ΑΟΖ και γενικότερα για τα
ελληνοτουρκικά αρχίζουν να πυκνώνουν, κυρίως στα ελληνικά και τουρκικά
ΜΜΕ.
Το
θέμα αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς αφενός ολοκληρώνονται οι έρευνες
του Nordic Explorer και των δύο μικρότερων συνοδευτικών σκαφών (Romulus
και Thor Chaser) της Νορβηγικής εταιρίας Petroleum Geo-Services (PGS)
στη θαλάσσια περιοχή της Δυτικής Ελλάδας και νοτίως της Κρήτης, αφετέρου
λόγω των διαφόρων δημοσιευμάτων σχετικά με την πρόσφατη τυχαία(;)
συνάντηση στη Ντόχα μεταξύ του Έλληνα πρωθυπουργού και του Τούρκου
ομόλογού του, αλλά και λόγω της επιδείνωσης στις σχέσεις Αθηνών-Άγκυρας
εξαιτίας των τουρκικών δημοσιευμάτων για τη δήθεν εκπαίδευση Κούρδων
τρομοκρατών στην Ελλάδα. Επιπρόσθετα με όλα τα παραπάνω, η επίσκεψη του
Γάλλου προέδρου στην Αθήνα και οι δηλώσεις του για την ελληνική ΑΟΖ και
τη συνεκμετάλλευση των πιθανών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, αλλάζουν τα
δεδομένα. Συνεπώς, δημιουργείται ένα μάλλον αισιόδοξο κλίμα,
διευκολύνοντας ως ένα βαθμό τις επόμενες κινήσεις της κυβέρνησης για το
θέμα της ΑΟΖ, ενώ ταυτόχρονα προοιωνίζεται η έναρξη μιας περιόδου
έντασης ως προς τα ελληνοτουρκικά.
Σχετικά
με την επικείμενη συνεδρίαση, που θα πραγματοποιηθεί στην
Κωνσταντινούπολη, θα πρέπει να τονισθεί ότι δεν αναμένονται αλλά ούτε
και έχουν προγραμματισθεί –τουλάχιστον, δεν έχουν δημοσιοποιηθεί από το
υπουργείο Εξωτερικών- κάποιες συνομιλίες σχετικά με το θέμα της
ελληνικής ΑΟΖ. Τα κυρίαρχα θέματα, με τα οποία θα ασχοληθούν οι δύο
πλευρές, θεωρούνται «χαμηλής πολιτικής», όπως η οικονομία, η ανάπτυξη,
οι επενδύσεις, η εκπαίδευση, ο πολιτισμός, ο τουρισμός, η καταπολέμηση
της λαθρομετανάστευσης, η δικαιοσύνη και η υγεία. Παρόλα αυτά, δεν
θεωρείται απίθανο το θέμα της ελληνικής ΑΟΖ να συζητηθεί κατ΄ ιδίαν
μεταξύ των δύο ηγετών.
Είναι
προφανές ότι η τουρκική πλευρά ανησυχεί ιδιαίτερα για το θέμα, καθώς
δεν θα ήθελε να βρεθεί προ απροόπτου, σε περίπτωση που η Αθήνα
αποφασίσει να προχωρήσει σε ανακήρυξη της ελληνικής ΑΟΖ, εντός του
επόμενου χρονικού διαστήματος. Η Άγκυρα γνωρίζει ότι οι έρευνες της PGS
ολοκληρώνονται μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου, ότι υπάρχει ενδιαφέρον από
ξένους ομίλους να αποκτήσουν τα πακέτα των δεδομένων (όπως για
παράδειγμα, η Total, η Statoil και η Exxon), και ότι η επεξεργασία των
σεισμικών δεδομένων θα ξεκινήσει τον επόμενο μήνα.
Το
μείζον ερώτημα είναι «αν η ελληνική κυβέρνηση έχει λάβει κάποια απόφαση
σχετικά με την ελληνική ΑΟΖ και την εκμετάλλευση των πιθανών
κοιτασμάτων υδρογονανθράκων». Στην παρούσα φάση, σαφής απάντηση στο
συγκεκριμένο ερώτημα ίσως να μην είναι εφικτό να δοθεί και από την ίδια
την κυβέρνηση, καθώς είναι σχεδόν βέβαιο ότι αναμένει την αξιολόγηση των
ερευνών της PGS, που υπολογίζεται ότι θα ολοκληρωθεί το καλοκαίρι ή το
φθινόπωρο του 2013. Ωστόσο, με βάση τα στοιχεία που δημοσιοποιούνται, οι
διαθέσιμες προφανείς επιλογές της ελληνικής κυβέρνησης για την ΑΟΖ
είναι συγκεκριμένες και μπορούν να συνοψισθούν στις ακόλουθες:
Πρώτη επιλογή: Ανακήρυξη της ελληνικής ΑΟΖ
Η λήψη μιας τέτοιας απόφασης, που συνιστά προεκλογική δέσμευση του Έλληνα πρωθυπουργού, δίνει τη δυνατότητα στην Ελλάδα να οριοθετήσει τη μέγιστη ΑΟΖ που δικαιούται, όπως άλλωστε ορίζει και η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, ενώ ταυτόχρονα θέτει δίλλημα στην Τουρκία για το πώς θα αντιδράσει. Προς το παρόν, η Αθήνα δεν έχει προχωρήσει στην ανακήρυξη της ελληνικής ΑΟΖ, προφανώς λόγω: α) της τουρκικής απειλής, β) της αμερικανικής στάσης περί διευθέτησης του θέματος μέσα από μια ελληνοτουρκική συμφωνία (όπως του Αμερικανού βοηθού υπουργού Εξωτερικών για θέματα Ευρώπης και Ευρασίας, Philip H. Gordon, στις 27 Ιουλίου 2011), γ) της μη ολοκλήρωσης των ερευνών της PGS, που θα έδινε μια πιο σαφή εικόνα των πιθανών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στις προαναφερθείσες περιοχές, δ) της απουσίας ισχυρών ενδείξεων υποστήριξης από ευρωπαϊκής πλευράς. Σήμερα, διαφαίνεται μια αλλαγή των δεδομένων, τόσο λόγω της εκτιμούμενης ως ένα βαθμό γαλλικής υποστήριξης, όσο και λόγω των αναμενόμενων αποτελεσμάτων των ερευνών του Nordic Explorer. Επομένως, στο επόμενο χρονικό διάστημα (από τα μέσα Μαρτίου έως το φθινόπωρο του 2013), αυξάνεται η πιθανότητα ανακήρυξης της ελληνικής ΑΟΖ, η οποία ωστόσο αναμένεται να επιδεινώσει τις σχέσεις Αθηνών-Άγκυρας ή και υπό ορισμένες συνθήκες να τις οδηγήσει στο Διεθνές Δικαστήριο.
Η λήψη μιας τέτοιας απόφασης, που συνιστά προεκλογική δέσμευση του Έλληνα πρωθυπουργού, δίνει τη δυνατότητα στην Ελλάδα να οριοθετήσει τη μέγιστη ΑΟΖ που δικαιούται, όπως άλλωστε ορίζει και η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, ενώ ταυτόχρονα θέτει δίλλημα στην Τουρκία για το πώς θα αντιδράσει. Προς το παρόν, η Αθήνα δεν έχει προχωρήσει στην ανακήρυξη της ελληνικής ΑΟΖ, προφανώς λόγω: α) της τουρκικής απειλής, β) της αμερικανικής στάσης περί διευθέτησης του θέματος μέσα από μια ελληνοτουρκική συμφωνία (όπως του Αμερικανού βοηθού υπουργού Εξωτερικών για θέματα Ευρώπης και Ευρασίας, Philip H. Gordon, στις 27 Ιουλίου 2011), γ) της μη ολοκλήρωσης των ερευνών της PGS, που θα έδινε μια πιο σαφή εικόνα των πιθανών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στις προαναφερθείσες περιοχές, δ) της απουσίας ισχυρών ενδείξεων υποστήριξης από ευρωπαϊκής πλευράς. Σήμερα, διαφαίνεται μια αλλαγή των δεδομένων, τόσο λόγω της εκτιμούμενης ως ένα βαθμό γαλλικής υποστήριξης, όσο και λόγω των αναμενόμενων αποτελεσμάτων των ερευνών του Nordic Explorer. Επομένως, στο επόμενο χρονικό διάστημα (από τα μέσα Μαρτίου έως το φθινόπωρο του 2013), αυξάνεται η πιθανότητα ανακήρυξης της ελληνικής ΑΟΖ, η οποία ωστόσο αναμένεται να επιδεινώσει τις σχέσεις Αθηνών-Άγκυρας ή και υπό ορισμένες συνθήκες να τις οδηγήσει στο Διεθνές Δικαστήριο.
Δεύτερη επιλογή: Διμερής συμφωνία Αθηνών-Άγκυρας
Η επιλογή αυτή περιλαμβάνει δύο περιπτώσεις. Η πρώτη αφορά διμερείς διαπραγματεύσεις μεταξύ Αθηνών και Άγκυρας, για την οριοθέτηση της ελληνικής ΑΟΖ στις θαλάσσιες περιοχές που εφάπτεται της αντίστοιχης τουρκικής ΑΟΖ. Ουσιαστικά, πρόκειται για την προώθηση των τουρκικών συμφερόντων και η πιθανότητα να καταλήξουν οι ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις σε συμφωνία είναι μηδενική. Η δεύτερη περίπτωση αφορά τις διμερείς διαπραγματεύσεις, προκειμένου οι δύο πλευρές να χαράξουν-καθορίσουν τις εκατέρωθεν μη αμφισβητούμενες θαλάσσιες περιοχές, και στη συνέχεια, με βάση αυτή την κοινή αποδοχή, να αποφασίσουν να οδηγηθούν στο Διεθνές Δικαστήριο. Είναι προφανές ότι σ’ αυτή την περίπτωση μόνο η Άγκυρα θα μπορούσε να κερδίσει, καθώς η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου πολύ πιθανόν να κρύβει εκπλήξεις (μη οριοθέτηση των επικαλυπτομένων υφαλοκρηπίδων και συνεπώς των ΑΟΖ με βάση τη μέση γραμμή ή μη αναγνώριση του δικαιώματος της ΑΟΖ σε έναν αριθμό ελληνικών νησίδων και βραχονησίδων). Επιπρόσθετα, δημιουργεί προηγούμενο, το οποίο θα λάβουν σοβαρά υπόψη οι υπόλοιπες χώρες (Αλβανία, Λιβύη και Αίγυπτος), που έχουν κοινά θαλάσσια σύνορα με την Ελλάδα και δεν προτίθενται να συμφωνήσουν σε διμερές επίπεδο με βάση τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Η επιλογή αυτή περιλαμβάνει δύο περιπτώσεις. Η πρώτη αφορά διμερείς διαπραγματεύσεις μεταξύ Αθηνών και Άγκυρας, για την οριοθέτηση της ελληνικής ΑΟΖ στις θαλάσσιες περιοχές που εφάπτεται της αντίστοιχης τουρκικής ΑΟΖ. Ουσιαστικά, πρόκειται για την προώθηση των τουρκικών συμφερόντων και η πιθανότητα να καταλήξουν οι ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις σε συμφωνία είναι μηδενική. Η δεύτερη περίπτωση αφορά τις διμερείς διαπραγματεύσεις, προκειμένου οι δύο πλευρές να χαράξουν-καθορίσουν τις εκατέρωθεν μη αμφισβητούμενες θαλάσσιες περιοχές, και στη συνέχεια, με βάση αυτή την κοινή αποδοχή, να αποφασίσουν να οδηγηθούν στο Διεθνές Δικαστήριο. Είναι προφανές ότι σ’ αυτή την περίπτωση μόνο η Άγκυρα θα μπορούσε να κερδίσει, καθώς η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου πολύ πιθανόν να κρύβει εκπλήξεις (μη οριοθέτηση των επικαλυπτομένων υφαλοκρηπίδων και συνεπώς των ΑΟΖ με βάση τη μέση γραμμή ή μη αναγνώριση του δικαιώματος της ΑΟΖ σε έναν αριθμό ελληνικών νησίδων και βραχονησίδων). Επιπρόσθετα, δημιουργεί προηγούμενο, το οποίο θα λάβουν σοβαρά υπόψη οι υπόλοιπες χώρες (Αλβανία, Λιβύη και Αίγυπτος), που έχουν κοινά θαλάσσια σύνορα με την Ελλάδα και δεν προτίθενται να συμφωνήσουν σε διμερές επίπεδο με βάση τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Τρίτη επιλογή: Διακρατική συμφωνία
Πρόκειται για μια πολύπλοκη και χρονοβόρα διαδικασία διαπραγμάτευσης μεταξύ των ενδιαφερόμενων χωρών, δηλαδή της Ελλάδας και όσων έχουν θαλάσσια σύνορα με την Ελλάδα, προκειμένου να καταλήξουν σε κοινά αποδεκτή συμφωνία σχετικά με την οριοθέτηση των ΑΟΖ τους. Στο πρόσφατο παρελθόν, η πρόταση αυτή τέθηκε τόσο από την τουρκική [1] όσο και από τη λιβυκή πλευρά [2]. Ουσιαστικά, η επιλογή αυτή, εκτός του ότι δεν εξυπηρετεί τα ελληνικά συμφέροντα και απαιτεί τη συναίνεση όλων των ενδιαφερομένων πλευρών, θα οδηγήσει σε ένα κυκεώνα, σε αλλεπάλληλες ατέρμονες διαπραγματεύσεις, και τελικά, σε προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο με απρόσμενες εξελίξεις.
Πρόκειται για μια πολύπλοκη και χρονοβόρα διαδικασία διαπραγμάτευσης μεταξύ των ενδιαφερόμενων χωρών, δηλαδή της Ελλάδας και όσων έχουν θαλάσσια σύνορα με την Ελλάδα, προκειμένου να καταλήξουν σε κοινά αποδεκτή συμφωνία σχετικά με την οριοθέτηση των ΑΟΖ τους. Στο πρόσφατο παρελθόν, η πρόταση αυτή τέθηκε τόσο από την τουρκική [1] όσο και από τη λιβυκή πλευρά [2]. Ουσιαστικά, η επιλογή αυτή, εκτός του ότι δεν εξυπηρετεί τα ελληνικά συμφέροντα και απαιτεί τη συναίνεση όλων των ενδιαφερομένων πλευρών, θα οδηγήσει σε ένα κυκεώνα, σε αλλεπάλληλες ατέρμονες διαπραγματεύσεις, και τελικά, σε προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο με απρόσμενες εξελίξεις.
Τέταρτη επιλογή: Μη ανακήρυξη της ελληνικής ΑΟΖ
Μέχρι στιγμής, η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε να μην λάβει την απόφαση ανακήρυξης της ΑΟΖ, προκειμένου να ολοκληρωθεί η επεξεργασία των σεισμικών δεδομένων και μέχρι τότε να αποφύγει την αναμενόμενη αντίδραση των περιφερειακών κρατικών δρώντων και κυρίως της Τουρκίας. Ουσιαστικά, η μη ανακήρυξη της ελληνικής ΑΟΖ χαρακτηρίζεται ως μια προσωρινή επιλογή, η οποία θα διαρκέσει μέχρι η Αθήνα να αποφασίσει ότι δεν της αρκεί να περιορισθεί στην εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων που βρίσκονται εντός των μη αμφισβητούμενων θαλάσσιων περιοχών της Δυτικής Ελλάδας και νοτίως της Κρήτης ή μέχρι η Άγκυρα να προβεί σε προκλητική ενέργεια εντός της εν δυνάμει ελληνικής ΑΟΖ (έναρξη ερευνών ή ανακήρυξη και οριοθέτηση της τουρκικής ΑΟΖ, κτλ) ή ακόμη μέχρι να λάβει τη σαφή υποστήριξη συγκεκριμένων χωρών της ΕΕ (για παράδειγμα, της Γαλλίας ή και της Γερμανίας).
Μέχρι στιγμής, η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε να μην λάβει την απόφαση ανακήρυξης της ΑΟΖ, προκειμένου να ολοκληρωθεί η επεξεργασία των σεισμικών δεδομένων και μέχρι τότε να αποφύγει την αναμενόμενη αντίδραση των περιφερειακών κρατικών δρώντων και κυρίως της Τουρκίας. Ουσιαστικά, η μη ανακήρυξη της ελληνικής ΑΟΖ χαρακτηρίζεται ως μια προσωρινή επιλογή, η οποία θα διαρκέσει μέχρι η Αθήνα να αποφασίσει ότι δεν της αρκεί να περιορισθεί στην εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων που βρίσκονται εντός των μη αμφισβητούμενων θαλάσσιων περιοχών της Δυτικής Ελλάδας και νοτίως της Κρήτης ή μέχρι η Άγκυρα να προβεί σε προκλητική ενέργεια εντός της εν δυνάμει ελληνικής ΑΟΖ (έναρξη ερευνών ή ανακήρυξη και οριοθέτηση της τουρκικής ΑΟΖ, κτλ) ή ακόμη μέχρι να λάβει τη σαφή υποστήριξη συγκεκριμένων χωρών της ΕΕ (για παράδειγμα, της Γαλλίας ή και της Γερμανίας).
Η
Άγκυρα γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν έχει τη δυνατότητα να εκμεταλλευθεί
τα πιθανά κοιτάσματα υδρογονανθράκων εντός της εν δυνάμει ελληνικής ΑΟΖ.
Εκτός κι αν μελλοντικά αποκτήσει την κατάλληλη τεχνολογία και προβεί
μόνη της σε έρευνες, γεωτρήσεις και εκμετάλλευση, αγνοώντας τη διεθνή
νομιμότητα. Ακόμη όμως και σ’ αυτή την περίπτωση θα κινηθεί εκτός της
διεθνούς νομιμότητας. Επομένως, αυτό που της απομένει να πράξει είναι να
προβάλει την ισχύ της, προκειμένου να προκαλέσει «φοβικά σύνδρομα»,
ώστε σε πρώτη φάση να αποθαρρύνει την ελληνική πλευρά, και στη συνέχεια
να την οδηγήσει σε μια διμερή συμφωνία. Σε περίπτωση που δεν το
κατορθώσει, θα επιδιώξει να δημιουργήσει τετελεσμένα (ίσως και τύπου
Ιμίων), θα ισχυρισθεί ότι το θέμα απαιτεί διακρατική συμφωνία διότι
υπονομεύει τα συμφέροντα των υπόλοιπων χωρών, θα προκαλέσει θερμά
επεισόδια των οποίων η έκβαση είναι αδύνατον να εκτιμηθεί στην παρούσα
φάση, και τελικά, ίσως προβεί στην ανακήρυξη της τουρκικής ΑΟΖ.
Γράφει ο
Βασίλης Γιαννακόπουλος,
γεωστρατηγικός αναλυτής και συγγραφέας του βιβλίου «Αραβική Άνοιξη»
geostrategical@yahoo.gr
Βασίλης Γιαννακόπουλος,
γεωστρατηγικός αναλυτής και συγγραφέας του βιβλίου «Αραβική Άνοιξη»
geostrategical@yahoo.gr
Πηγή: ΣΤΑ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΑ: