H ΡΩΣΙΑ ΘΑ ΑΝΑΝΗΨΕΙ ΚΑΙ ΟΛΑ ΘΑ ΦΩΤΙΣΤΟΥΝ! – ΑΝΗΚΟΥΜΕ ΣΤΟ ΝΕΟ ΠΕΡΙΟΥΣΙΟ ΛΑΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ!
Ο στάρετς Ζηνόβιος , μία μεγάλη πνευματική μορφή του 20ου αιώνα, ο οποίος από το 2010 συγκαταλέγεται ανάμεσα στους αγίους της σκήτης του Γκλινσκ…
Ο άγιος Ζηνόβιος γεννήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1896 σε οικογένεια εργατών στο Γκλούκωφ της περιοχής Τσερνιγκώφ, ο οποίος στο άγιο Βάπτισμα έλαβε το όνομα Ζαχαρίας. Έμεινε ορφανός σε ηλικία ένδεκα ετών, και τον ανέλαβαν τα εξαδέλφια του, άλλα ή ένδεια τους ανάγκασε να τον στείλουν στην Μονή Γκλίνσκ για την εκπαίδευση του.
Το αγόρι, που από νεαρή ηλικία έτρεφε θερμή ευλάβεια, εισήλθε με χαρά στην μονή και σε ηλικία δεκαέξι ετών ζήτησε να γίνει δεκτός ως δόκιμος. Σε αυτή την μονή πού τηρούσε αυστηρά την παράδοση του οσίου ΙΙαΐσίου Βελιτσκόφσκυ δοκιμάζονταν σκληρά οι υποψήφιοι σε διαφορετικά διακονήματα πριν την κούρα τους. Παρά την καλή του θέληση ο νέος Ζαχαρίας απέτυχε σε αρκετά διακονήματα μέχρις ότου ο ηγούμενος του εμπιστεύθηκε την περιποίηση του στάβλου, ενώ από μικρός φοβόταν τα άλογα.
Τρομαγμένος έκανε υπακοή και με την χάρη του Θεού και της αγίας υπακοής κατάφερε να νικήσει τον φόβο και να αγαπήσει τα άλογα πού περιποιόταν τρυφερά. Διδαγμένος στην αυστηρότητα της μοναχικής τάξεως και της έκκοπης του ιδίου θελήματος από τον γέροντα του μοναχό Γεράσιμο, προόδευσε γοργά στην πνευματική ζωή.
Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο αναγκάστηκε όμως να επιστρατευθεί μαζί με τους άλλους δοκίμους. Και αφού έμεινε έξι μήνες στα έλη της Λευκορωσίας, έπαθε έκζεμα πού του προκαλούσε οδυνηρούς πόνους μέχρι το τέλος της ζωής του.
Μετά την αποστράτευση του επέστρεψε στην Μονή Γκλίνσκ, αλλά μετά από λίγο ο ηγούμενος συγκέντρωσε τους δοκίμους και τους ανήγγειλε ότι η πολιτική κατάσταση της χώρας προμηνεύει διωγμούς για την Εκκλησία. Τους άφησε ελεύθερους να φύγουν, άλλα όλοι παρέμειναν και ενδύθηκαν το μοναχικό Σχήμα. Κατά τον φοβερό εμφύλιο πόλεμο πού ακολούθησε την Επανάσταση του 1917,ή μονή έμεινε ανοιχτή και ό νέος μοναχός Ζηνόβιος ήταν υπεύθυνος για την προμήθεια του σιταριού, διακόνημα πού εκτελούσε κάθε φορά με κίνδυνο της ζωής του. Τελικά, το μοναστήρι κλείστηκε το 1922 και οι μοναχοί διασκορπίσθηκαν.
Σώθηκε από τους κομμουνιστές σε περιοχή με Έλληνες κατοίκους
Ο Ζηνόβιος διέσχισε τα Καυκάσια όρη και έφθασε στο Σουχούμι, στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Χειροτονήθηκε διάκονος και ιερομόναχος το 1925 και υπηρέτησε στον ναό του Αγίου Νικολάου μέχρι το 1936. Τότε, αφού βρήκε και άλλους μοναχούς εξόριστους, αναχώρησαν στα όρη της Αμπχαζίας οπού έκτισαν μια σκήτη. Και ενώ ή πνευματική ακτινοβολία του πατρός Ζηνοβίου άρχισε να ελκύει πολλούς πιστούς, οι κομμουνιστές τους ανακάλυψαν και τους διασκόρπισαν.
Τότε o Ζηνόβιος πήγε σε μια περιοχή πού ανέκαθεν κατοικούνταν από Έλληνες. Έμαθε τα ελληνικά και διήγε πλάνητα βίο από χωριό σε χωριό, φιλοξενούμενος από πιστούς για να αποφύγει τις Αρχές. Μια ήμερα, οπού ανήγγειλαν ότι θα γενόταν αιφνίδιος έλεγχος των διαβατηρίων, έφυγε στο δάσος και βρήκε ένα διάσελο πού φαινόταν ιδανικό καταφύγιο, αλλά δεν αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για φωλιά μιας αρκούδας των Ιμαλαΐων, φημισμένης για την αγριότητα της. Το θηρίο πλησίασε όταν νύχτωσε, άλλα μόλις ο άγιος ανακάτωσε λίγο την φωτιά εκείνο απομακρύνθηκε λίγο, χωρίς να πειράξει τον άνθρωπο του Θεού.
Πήγε έπειτα στο Ροστώφ του Ντον, οπού ανέλαβε την διακονία της εκκλησίας της Άγιας Σοφίας. Συλληφθείς το 1936, έμεινε φυλακισμένος επτά μήνες στο Ροστώφ, οπού ασθένησε με ελονοσία, ενώ οι δεκατέσσερις άλλοι συγκρατούμενοί του κληρικοί εστάλησαν στην Τασκένδη, οπού πέθαναν από εξάντληση. Μόνο ο πατέρας Ζηνόβιος στάλθηκε στα Ουράλια, χάρις στην επέμβαση ενός Εβραίου γιατρού. Τον έβαλαν ως συνήθως στο ίδιο κελί μαζί με εγκληματίες, κατόρθωσε όμως να κερδίσει τον σεβασμό τους και όλοι οι φυλακισμένοι τον αποκαλούσαν «πάτερ». Τελούσε εκεί από μνήμης όλες τις Ακολουθίες και εξομολογούσε.
Μετά από τέσσερα χρόνια και οκτώ μήνες απελευθερώθηκε και αφού δεν είχε διαβατήριο για το Σουχούμι πήγε στην Τιφλίδα, οπού από το 1942 έως το 1947 υπηρέτησε στον καθεδρικό ναό της Κοιμήσεως και ήταν πνευματικός πατήρ του κοινοβίου της Άγιας Όλγας. Κατά την περίοδο αυτή εστάλη στην ενορία του Κίροβο στην Αρμενία και έπειτα στην εκκλησία του Αγίου Πνεύματος στο Βατούμι στην νοτιοανατολική Γεωργία, οπού αναζωογόνησε την πνευματική ζωή του χειμαζόμενου λαού. Τελικά διορίσθηκε προϊστάμενος του ναού του Αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκί στην Τιφλίδα, οπού έμεινε μέχρι την κοίμηση του.
Ο Μητροπολίτης Ζηνόβιος
Μετά την αποκατάσταση της κοινωνίας μεταξύ των Εκκλησιών Γεωργίας και Ρωσίας (1950) διορίσθηκε υπεύθυνος όλων των ρωσικών ενοριών στην Γεωργία και Αρμενία. Δείχνοντας μετριοπάθεια και σύνεση μέσα στις εθνικιστικές εντάσεις, τόνιζε ότι αυτό πού προέχει είναι το ότι όλοι ανήκουμε στον νέο περιούσιο λαό του Θεού. Είχε στενές πνευματικές σχέσεις με τον πατριάρχη της Γεωργίας Καλλίστρατο ο όποιος διασώθηκε από θάνατο χάρις στις προσευχές του και ο όποιος ζήτησε στην διαθήκη του να χειροτονηθεί επίσκοπος ο πατέρας Ζηνόβιος. Αυτή η πρώτη χειροτονία Ρώσου επισκόπου στην Εκκλησία της Γεωργίας έγινε το 1956. Ορίσθηκε πρώτα στην επαρχία Στεπάνοβαν και έπειτα στο Τετρί-Τσκάρο (Λευκή Πηγή), πόλη που βρίσκεται δυο ώρες δρόμο νότια της Τιφλίδας. Το 1972 τον προήγαγαν σε μητροπολίτη.
Δείχνοντας μεγάλη αγάπη για την Γεωργία και τον λαό της, ο άγιος ιεράρχης συνέχιζε με ακρίβεια την ασκητική του βιωτή, διατηρώντας σχέσεις με την Μονή Γκλινσκ και αναλαμβάνοντας μερικούς μοναχούς της όταν έκλεισαν εκ νέου την μονή το 1961. Κατά τα τριάντα πέντε χρόνια της διακονίας του στον ναό του Αλεξάνδρου Νέφσκι, ο Άγιος Ζηνόβιος διέμεινε σε ένα μικρό δωμάτιο δίπλα στον ναό πού ήταν συγχρόνως κελί και γραφείο.
Πνευματικός πατέρας Γεωργιανών και Ρώσων
Αυστηρός σε όλες τις απαιτήσεις της μοναχικής ζωής, τήρησε απόλυτη ακτημοσύνη, μοιράζοντας αυθημερόν όλες τις ελεημοσύνες πού του έδιναν. Σηκωνόταν στην μία την νύχτα και έκανε τον κανόνα του πολλές ώρες, κυρίως με την μονολόγιστο ευχή, και αν λόγω υγείας δεν μπορούσε να συμμετάσχει στις καθημερινές ακολουθίες τις έλεγε από μνήμης στο κελί. Διατηρώντας σε κάθε περίσταση μια υπερφυσική χαρά πού αντλούσε από την νοερά προσευχή, δεχόταν όλους τους επισκέπτες ευμενώς και τους δίδασκε περισσότερο με την παρουσία του παρά με τα λόγια. Στις διδαχές του τόνιζε την σημασία της υπομονής, της ταπεινώσεως κι της θερμής προσευχής σε όλες τις δοκιμασίες της ζωής. Όσοι προσέρχονταν με πίστη λάμβαναν όχι μόνον τις γεμάτες διάκριση συμβουλές του, αλλά και πολλές φορές είχαν διαπιστώσει την θαυματουργική δύναμη της προσευχητικής μεσιτείας του.
Έκτος από τα ποιμαντικά του καθήκοντα και την διδασκαλία των πιστών που συγκεντρώθηκαν γύρω του σαν πνευματική οικογένεια, ο Άγιος Ζηνόβιος ήταν πνευματικός πατέρας περισσότερων από πεντακοσίων μοναζουσών στην Γεωργία και στην Ρωσία, και πλην του κοινοβίου της Αγίας Όλγας καθοδηγούσε τις εν κρύπτω μονάζουσες σε μονή του Μπέγοροντ, κοντά στο Βορονέζ.
Ασθένησε σοβαρά το 1984 και την παραμονή της κοιμήσεως του είπε σε αυτούς πού του συμπαραστέκονταν: «Εγώ φεύγω, αλλά εκεί θα προσεύχομαι για σας!» Παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, ενώ διάβαζαν την Ακολουθία σε ψυχορραγούντα, στις 8 Μαρτίου (23 Φεβρουαρίου) 1985. Κατά την επιθυμία του, τελέστηκε ή νεκρώσιμος Ακολουθία εις μοναχόν ενώ το σκήνωμα του ήταν περικυκλωμένο από μέγα πλήθος των πνευματικών του τέκνων.
Τίτλος: Η γνωριμία μου με τον Άγιο στάρετς Ζηνόβιο
Όταν βρισκόμουν στη Σιβηρία, ερχόταν σε μας ο Ιερομόναχος Γαβριήλ, πρώην κοινοβιάτης της λαύρας της Άγιας Τριάδος τού αγίου Σέργιου, και διηγείτο πώς ζούσαν κοντά στο Σουχουμι, κοντά στον ποταμό Ψόου.
Εκεί βρίσκονταν επίσης ερημίτες από το Ποτσάγεφ, ό πατήρ Ησαΐας και οι πατέρες Μερκούριος και Αβράμιος. Τους στάρετς Ανδρόνικο (Λουκά) και Σεραφείμ (Ρομαντσώφ) ο στάρετς Ζηνόβιος τους είχε ήδη πάρει μαζί του στην Τιφλίδα κι εκεί, στον ναό του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι, έτρεφαν τη ρωσική διασπορά.
Την περίοδο του Χρουστσώφ άρχισαν διωγμοί κατά της Ρωσικής Εκκλησίας. Το 1960 είπε: «Θα σας δείξω στην τηλεόραση τον τελευταίο παπά. Έτσι θα τελειώσουμε με τη θρησκεία. Θα έρθει πραγματικός κομμουνισμός. Δεν θα υπάρχει πια καμία θρησκεία».
Τότε στην Εκκλησία της Γεωργίας δεν υπήρχαν πνευματικές Ακαδημίες και οι Γεωργιανοί φοιτούσαν σε μας, στη λαύρα της Άγιας Τριάδος του άγιου Σέργιου. Ο πατήρ Τιμόθεος Γκοργκολάτζε με προσκάλεσε στη Γεωργία. Συνήθως περπατούσε με το ράσο και τη ράβδο. Φορούσε το καλυμμαύχι, ακριβώς όπως ό άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης, και πήγαινε στην αγορά. Εκεί τού έλεγαν: «Καρβέλια, Τιμόθεε» ή «Έλα εδώ» ή «Γιαούρτι, Τιμόθεε. γιαούρτι» και κάποιος θα τού έβαζε τυρί η … στην τσάντα. Τον ρώτησα: «Παππούλη δεν πληρώνετε κι αυτός απάντησε: «Γιατί πρέπει να πληρώσω; Αφού ζούμε σε κομμουνισμό! Σας έχει πει ο Λένιν ότι ο κομμουνισμός δεν είναι πίσω από τα βουνά, δηλαδή ο κομμουνισμός είναι ανάμεσα έτσι κι εμείς ζούμε όπως πρέπει. Το ποίμνιο πρέπει να συντηρεί τον ιερέα και πρέπει να τον στηρίζει.
Ο πατήρ Βενέδικτος (κατά το σχήμα Βιτάλιος) ήταν κοντά στον στάρετς Ζηνόβιο. Πηγαίναμε μαζί για παρηγοριά. Τα πόδια του στάρετς ήταν ολόκληρα μέσα στις πληγές, όμως ποτέ δεν παρεπονείτο. Στεκόταν όρθιος πολλή ώρα στις ακολουθίες και μετά τού άλλαζαν τους επιδέσμους. Κάποτε πήγα σε ακατάλληλη ώρα και παραβρέθηκα στην αλλαγή των επιδέσμων. Η μητερούλα Ζηνοβία φρόντιζε τον στάρετς κι εκείνος μου είπε να καθίσω είπα στον στάρετς: «Μπορώ να σας φέρω φάρμακα; Υπάρχει κάποιο αλμυρό νερό από το Τσερμπακούλ στη Σιβηρία. Βοηθά πολύ καλά και επουλώνει τις πληγές». Την επόμενη φορά έφερα αυτό το νεράκι στον στάρετς. Όμως, μου είπε: «Ανακούφιση δεν υπάρχει για τόσο δυνατή φαγούρα».
«Δέσποτα, αν γίνουν δυνατοί διωγμοί, δεχτείτε μας κάτω από τις φτερούγες σας!», τον παρακάλεσα μια φορά. Αυτός μου απάντησε: «Λοιπόν, εντάξει! Τώρα έχουμε τον Καθολικό Πατριάρχη Δαβίδ. Αντιμετωπίζει καλά τους Ρώσους». Πρόφθασα για λίγο τον Πατριάρχη Εφραίμ, αλλά τον Δαβίδ τον ήξερα καλά. Ο στάρετς επίσης, μου είχε πει: «Έχετε μεγάλο Άγιο, τον Ιωάννη του Τομπόλσκ. Τον τελευταίο που αγιοκατετάγη την τσαρική εποχή. Πρέπει να τον τιμάτε. Θα ενισχύει ολόκληρη τη Σιβηρία. Όλα θα φωτιστούν».
Εγώ δεν το πίστευα. Η προφητεία του στάρετς ήταν αυτή: « Η Ρωσία θα ανανήψει!». «Μα δεν μπορεί να γίνει τέτοιο πράγμα!», είπα εγώ κι ο στάρετς απάντησε: «Δεν πιστεύεις στα λόγια μου; Όλα θα ανανήψουν! Εγώ εδώ βρήκα παρηγοριά και δίνω καταφύγιο στους Ρώσους μοναχούς». Κατόπιν, από εδώ η πίεση εξαπλώθηκε και στη Γεωργία κι άρχισαν να καταδιώκουν τους αναχωρητές και τους στάρετς.
Αρχιμανδρίτης Βλάσιος (Περεγκόντσεφ) πνευματικός της μονής του όσιου Παφνουτίου του Μπόροφσκ
Πηγή κειμένου: Νέος Συναξαριστής Ορθοδόξου Εκκλησίας( Εκδόσεις Ίνδικτος’)