"ΤΟ ΡΙΣΚΟ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΟ" H Moody's προειδοποιεί την ΕΕ και "βλέπει" συμφωνία: "Ένα Grexit θα διέλυε την ευρωζώνη"
Η Moody’s βλέπει ότι η Ελλάδα θα καταλήξει σε συμφωνία με τους πιστωτές της και οι δύο θα
αποφύγουν τα χειρότερα έστω και την ύστατη στιγμή και προειδοποεί ότι μια έξοδος της Ελλάδος θα αποτελούσε μέγιστο κίνδυνο μακροπρόθεσμα για την ευρωζώνη, καθώς θα ακολουθούσε σειρά άλλων χωρών-μελών.Ο άμεσος οικονομικός και χρηματοοικονομικός αντίκτυπος από μια πιθανή έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη θα ήταν μικρός, εκτιμά ο οίκος αξιολόγησης Moody’s σε έκθεση του που δημοσιεύθηκε σήμερα Πέμπτη, προσθέτοντας, ωστόσο, ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα υπονόμευε την μακροπρόθεσμη ανθεκτικότητα της Ευρωζώνης και θα μπορούσε να προκαλέσει ένα πιο άμεσο σοκ εμπιστοσύνης, καθώς και αναταραχή στις αγορές των κρατικών ομολόγων.
«Ο αντίκτυπος από μια έξοδο της Ελλάδας δεν πρέπει να υποτιμάται», αναφέρει ο Άλιστερ Γουίλσον, γενικός διευθυντής του τμήματος Global Sovereign Risk.
«Ο άμεσος αντίκτυπος ίσως είναι περιορισμένος λόγω των περιορισμένων εμπορικών δεσμών της Ελλάδας και της χαμηλότερης έκθεσης που έχουν οι αγορές άλλων χωρών της Ευρωζώνης στην Ελλάδα. Ωστόσο, μια έξοδος θα μπορούσε σε κάθε περίπτωση να προκαλέσει σοκ εμπιστοσύνης και αναταραχή στις αγορές των κρατικών ομολόγων».
Η έκθεση επισημαίνει ότι ούτε η κυβέρνηση ούτε το εκλογικό σώμα της χώρας φαίνεται να επιθυμούν μια έξοδο. Οι αρχές της Ευρωζώνης έχουν επίσης ένα κίνητρο για να αποφύγουν το ενδεχόμενο εξόδου, καθώς κάτι τέτοιο θα αποτελούσε σημαντικό προηγούμενο και θα παγίωνε τις ζημίες των θεσμών της Ευρωζώνης από τα δάνεια προς την Ελλάδα.
Μια χρεοκοπία δεν θα οδηγούσε αναγκαστικά στην έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Η αλυσίδα των γεγονότων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κάτι τέτοιο είναι δύσκολο να προβλεφθεί.
Ο Moody’s αναμένει οι διαπραγματεύσεις να συνεχιστούν για κάποιο διάστημα. Ωστόσο, εάν υπάρξει έξοδος, θα αποτελέσει σημαντικό προηγούμενο, υπονομεύοντας την ανθεκτικότητα της νομισματικής ένωσης, η οποία έχει σχεδιαστεί για να είναι μη αναστρέψιμη.
«Η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη θα αποτελούσε παράδειγμα που θα μπορούσαν να ακολουθήσουν και άλλοι στο μέλλον», δήλωσε ο Γουίλσον. «Αυτό αναπόφευκτα θα επηρέαζε την πορεία των μελλοντικών προγραμμάτων μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομικής εξυγίανσης. Θα αύξανε, έστω και λίγο, την πιθανότητα και αυτοί να καταλήξουν σε χρεοκοπία και έξοδο».
Ένας αμεσότερος κίνδυνος θα μπορούσε να είναι το σοκ στην εμπιστοσύνη πλήττοντας τη λειτουργία των αγορών κρατικών ομολόγων στην Ευρωζώνη.
Ο κίνδυνος να συμβεί κάτι τέτοιο είναι μικρότερος συγκριτικά με το 2012, εν μέρει λόγω του ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα και η οικονομία της Ευρωζώνης είναι σε ισχυρότερη θέση συγκριτικά με τρία χρόνια νωρίτερα. Ο τρόπος με τον οποίο οι φορείς των πολιτικών αποφάσεων θα χειριστούν μια πιθανή έξοδο θα καθορίσει και την έκταση της μετάδοσής της, αναφέρει η έκθεση.
Αν επέλθει τέτοιο σοκ στην εμπιστοσύνη, θα ήταν ιδιαιτέρως αρνητικό για τις χώρες της περιφέρειας με υψηλά και αυξανόμενα χρέη και συνεχείς δυσκολίες δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Αν η οικονομική ανάπτυξη ήταν σε συνάρτηση με το μέγεθος των περικοπών δαπανών και την αύξηση της φορολογίας, τότε η Ελλάδα θα έπρεπε να είναι πρωταθλήτρια της ανάπτυξης, εκτιμά αρθρογράφος της Suddeutsche Zeitung, ο οποίος εξηγεί γιατί η λιτότητα και μόνο δεν είναι λύση στα οικονομικά προβλήματα της χώρας.
Σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), η Ελλάδα έχει κάνει περισσότερες μεταρρυθμίσεις από την Ιρλανδία, την Ισπανία και την Πορτογαλία.
Όπως αναφέρει ο αρθρογράφος, τα τελευταία πέντε χρόνια οι Έλληνες έχουν δει τους μισθούς τους να μειώνονται κατά 20% κατά μέσο όρο, την αγοραστική τους δύναμη να μειώνεται κατά ένα τέταρτο, ενώ παράλληλα οι κρατικές δαπάνες περιορίστηκαν κατά ένα τρίτο. Μετά τις μειώσεις στους μισθούς, η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας βελτιώθηκε κατά 25%, περισσότερο από αυτή της Ιρλανδίας. Όμως όλα αυτά δεν βοήθησαν και πολύ τη χώρα και πλέον εγείρεται το ερώτημα αν τα πολύ αυστηρά προγράμματα λιτότητας ωφελούν πραγματικά.
Τώρα, όπως επισημαίνεται στο άρθρο, η Αθήνα σίγουρα πρέπει να προχωρήσει σε περαιτέρω μεταρρυθμίσεις. Δεν έχει ξεκαθαριστεί όμως ακόμη το είδος και η ποσότητα των μεταρρυθμίσεων.
Διότι, εξηγεί, κάθε περικοπή δαπανών και αύξηση φόρων σημαίνει ότι κάποιος χάνει χρήματα, τα οποία πλέον δεν θα μπορεί να ξοδέψει. Με αυτό τον τρόπο χάνει έσοδα και το υπουργείο Οικονομικών και δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος.
«Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι η Αθήνα θα πρέπει να λάβει ελευθέρας να μην κάνει τίποτε. Η επιτυχία των μεταρρυθμίσεων εξαρτάται προφανώς από τη δοσολογία, τη χρονική στιγμή και το σωστό μέσο για κάθε χώρα», συνεχίζει.
Αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα, εκτιμά ο αρθρογράφος της Suddeutsche Zeitung, είναι μια καινούργια αρχή μετά την ολοκλήρωση του παλαιού προγράμματος στα τέλη Ιουνίου. Μέχρι τότε, τόσο η Ελλάδα όσο και οι πιστωτές της θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν τον χρόνο για να εξετάσουν ποια μέτρα θα ωφελήσουν πραγματικά την οικονομική ανάπτυξη και ποια υιοθετήθηκαν απλώς και μόνο για να υπάρξουν περικοπές δαπανών.
Εξάλλου σημειώνει ότι όσο πιο γρήγορα περάσει στην ανάπτυξη η ελληνική οικονομία, τόσο περισσότερα από τα χρήματά τους θα δουν να τους επιστρέφονται οι πιστωτές της χώρας.
Οι λογικές φωνές από το εξωτερικό αυξάνονται, και αυτό σημαίνει ότι βρισκόμαστε πολύ κοντά σε συμφωνία.
«Ο αντίκτυπος από μια έξοδο της Ελλάδας δεν πρέπει να υποτιμάται», αναφέρει ο Άλιστερ Γουίλσον, γενικός διευθυντής του τμήματος Global Sovereign Risk.
«Ο άμεσος αντίκτυπος ίσως είναι περιορισμένος λόγω των περιορισμένων εμπορικών δεσμών της Ελλάδας και της χαμηλότερης έκθεσης που έχουν οι αγορές άλλων χωρών της Ευρωζώνης στην Ελλάδα. Ωστόσο, μια έξοδος θα μπορούσε σε κάθε περίπτωση να προκαλέσει σοκ εμπιστοσύνης και αναταραχή στις αγορές των κρατικών ομολόγων».
Η έκθεση επισημαίνει ότι ούτε η κυβέρνηση ούτε το εκλογικό σώμα της χώρας φαίνεται να επιθυμούν μια έξοδο. Οι αρχές της Ευρωζώνης έχουν επίσης ένα κίνητρο για να αποφύγουν το ενδεχόμενο εξόδου, καθώς κάτι τέτοιο θα αποτελούσε σημαντικό προηγούμενο και θα παγίωνε τις ζημίες των θεσμών της Ευρωζώνης από τα δάνεια προς την Ελλάδα.
Μια χρεοκοπία δεν θα οδηγούσε αναγκαστικά στην έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Η αλυσίδα των γεγονότων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κάτι τέτοιο είναι δύσκολο να προβλεφθεί.
Ο Moody’s αναμένει οι διαπραγματεύσεις να συνεχιστούν για κάποιο διάστημα. Ωστόσο, εάν υπάρξει έξοδος, θα αποτελέσει σημαντικό προηγούμενο, υπονομεύοντας την ανθεκτικότητα της νομισματικής ένωσης, η οποία έχει σχεδιαστεί για να είναι μη αναστρέψιμη.
«Η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη θα αποτελούσε παράδειγμα που θα μπορούσαν να ακολουθήσουν και άλλοι στο μέλλον», δήλωσε ο Γουίλσον. «Αυτό αναπόφευκτα θα επηρέαζε την πορεία των μελλοντικών προγραμμάτων μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομικής εξυγίανσης. Θα αύξανε, έστω και λίγο, την πιθανότητα και αυτοί να καταλήξουν σε χρεοκοπία και έξοδο».
Ένας αμεσότερος κίνδυνος θα μπορούσε να είναι το σοκ στην εμπιστοσύνη πλήττοντας τη λειτουργία των αγορών κρατικών ομολόγων στην Ευρωζώνη.
Ο κίνδυνος να συμβεί κάτι τέτοιο είναι μικρότερος συγκριτικά με το 2012, εν μέρει λόγω του ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα και η οικονομία της Ευρωζώνης είναι σε ισχυρότερη θέση συγκριτικά με τρία χρόνια νωρίτερα. Ο τρόπος με τον οποίο οι φορείς των πολιτικών αποφάσεων θα χειριστούν μια πιθανή έξοδο θα καθορίσει και την έκταση της μετάδοσής της, αναφέρει η έκθεση.
Αν επέλθει τέτοιο σοκ στην εμπιστοσύνη, θα ήταν ιδιαιτέρως αρνητικό για τις χώρες της περιφέρειας με υψηλά και αυξανόμενα χρέη και συνεχείς δυσκολίες δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Αν η οικονομική ανάπτυξη ήταν σε συνάρτηση με το μέγεθος των περικοπών δαπανών και την αύξηση της φορολογίας, τότε η Ελλάδα θα έπρεπε να είναι πρωταθλήτρια της ανάπτυξης, εκτιμά αρθρογράφος της Suddeutsche Zeitung, ο οποίος εξηγεί γιατί η λιτότητα και μόνο δεν είναι λύση στα οικονομικά προβλήματα της χώρας.
Σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), η Ελλάδα έχει κάνει περισσότερες μεταρρυθμίσεις από την Ιρλανδία, την Ισπανία και την Πορτογαλία.
Όπως αναφέρει ο αρθρογράφος, τα τελευταία πέντε χρόνια οι Έλληνες έχουν δει τους μισθούς τους να μειώνονται κατά 20% κατά μέσο όρο, την αγοραστική τους δύναμη να μειώνεται κατά ένα τέταρτο, ενώ παράλληλα οι κρατικές δαπάνες περιορίστηκαν κατά ένα τρίτο. Μετά τις μειώσεις στους μισθούς, η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας βελτιώθηκε κατά 25%, περισσότερο από αυτή της Ιρλανδίας. Όμως όλα αυτά δεν βοήθησαν και πολύ τη χώρα και πλέον εγείρεται το ερώτημα αν τα πολύ αυστηρά προγράμματα λιτότητας ωφελούν πραγματικά.
Τώρα, όπως επισημαίνεται στο άρθρο, η Αθήνα σίγουρα πρέπει να προχωρήσει σε περαιτέρω μεταρρυθμίσεις. Δεν έχει ξεκαθαριστεί όμως ακόμη το είδος και η ποσότητα των μεταρρυθμίσεων.
Διότι, εξηγεί, κάθε περικοπή δαπανών και αύξηση φόρων σημαίνει ότι κάποιος χάνει χρήματα, τα οποία πλέον δεν θα μπορεί να ξοδέψει. Με αυτό τον τρόπο χάνει έσοδα και το υπουργείο Οικονομικών και δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος.
«Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι η Αθήνα θα πρέπει να λάβει ελευθέρας να μην κάνει τίποτε. Η επιτυχία των μεταρρυθμίσεων εξαρτάται προφανώς από τη δοσολογία, τη χρονική στιγμή και το σωστό μέσο για κάθε χώρα», συνεχίζει.
Αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα, εκτιμά ο αρθρογράφος της Suddeutsche Zeitung, είναι μια καινούργια αρχή μετά την ολοκλήρωση του παλαιού προγράμματος στα τέλη Ιουνίου. Μέχρι τότε, τόσο η Ελλάδα όσο και οι πιστωτές της θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν τον χρόνο για να εξετάσουν ποια μέτρα θα ωφελήσουν πραγματικά την οικονομική ανάπτυξη και ποια υιοθετήθηκαν απλώς και μόνο για να υπάρξουν περικοπές δαπανών.
Εξάλλου σημειώνει ότι όσο πιο γρήγορα περάσει στην ανάπτυξη η ελληνική οικονομία, τόσο περισσότερα από τα χρήματά τους θα δουν να τους επιστρέφονται οι πιστωτές της χώρας.
Οι λογικές φωνές από το εξωτερικό αυξάνονται, και αυτό σημαίνει ότι βρισκόμαστε πολύ κοντά σε συμφωνία.
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr