Νέα καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαικό Δικαστήριο για την «Ελληνικός Χρυσός»
Καταδικαστική για την Ελλάδα είναι η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), σχετικά με το τίμημα πώλησης περιουσιακών στοιχείων και γης προς την «Ελληνικός Χρυσός», για τις εξορύξεις στα μεταλλεία της Χαλκιδικής.
Συγκεκριμένα, το ΔΕΕ έκρινε βάσιμη την προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά της χώρας μας για τη μη ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων προς την εταιρεία, λόγω της πώλησης περιουσιακών στοιχείων σε τιμή κατώτερη της αξίας τους.
Όπως σημειώνει το Δικαστήριο, η Ελλάδα, με το να μην ανακτήσει, μέσα στις προθεσμίες που είχαν τεθεί, τις σχετικές ενισχύσεις, παρενέβει άρθρα της απόφασης της Κομισιόν (23/02/2001), η οποία έκρινε παράνομη και ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά τη συμφωνία με την «Ελληνικός Χρυσός».
Να σημειωθεί πως η εν λόγω απόφαση της Κομισιόν έκρινε ότι τα στοιχεία και η γη πουλήθηκαν στην εταιρεία σε τιμή κατώτερη της αξίας τους και με απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής των συνδεόμενων φόρων, κάτι που κρίθηκε ως έμμεση ενίσχυση προς την «Ελληνικός Χρυσός».
Μάλιστα, με την παραπάνω απόφασή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέβαλε στην Ελλάδα την ανάκτηση των ποσών με τόκο εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία της κοινοποιήσεώς της, δηλαδή μέχρι τις 23 Ιουνίου 2011. Ακόμη, η χώρα μας είχε την υποχρέωση να πληροφορήσει την Κομισιόν, εντός δύο μηνών, σχετικά με το συνολικό ποσό, τα ληφθέντα ή τα προς λήψη μέτρα, καθώς και να υποβάλει έγγραφα που να αποδεικνύουν ότι ζητήθηκε από τον δικαιούχο η επιστροφή της ενίσχυσης.
Από την πλευρά της η Ελλάδα άσκησε προσφυγή ακύρωσης της σχετικής απόφασης τον Απρίλιο του 2011, ενώ από την πλευρά της η Κομισιόν άσκησε το 2012 προσφυγή λόγω παραβάσεως κράτους μέλους, εκτιμώντας ότι η Ελλάδα δεν είχε λάβει εντός των προθεσμιών όλα τα απαραίτητα μέτρα για την εκτέλεση της αποφάσεώς της.
Με τη σημερινή του απόφαση το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαπιστώνει ότι μέχρι τις 23/6/2011 η Ελλάδα δεν είχε λάβει κανένα μέτρο εκτέλεσης της αποφάσεως της Επιτροπής και ότι η επίμαχη ενίσχυση, στο σύνολό της, δεν είχε ανακτηθεί. Διαπιστώνει επίσης ότι η αίτηση παρατάσεως κοινοποιήσεως πληροφοριών που υπέβαλε η Ελλάδα δεν περιείχε καμία αιτιολογία βάσει της οποίας η Επιτροπή θα μπορούσε να αποφανθεί.